- ὁμοζυγοῦσαν
- ὁμοζυγέωto be yoked togetherpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαταθύω — ἐπικαταθύω (Μ) 1. θυσιάζω επί πλέον 2. σκοτώνω επίσης («ἐπικατέθυσε δ’ αὐτῇ καὶ τὴν ὁμοζυγοῡσαν» σκότωσε επίσης μαζί μ’ αυτήν και τη σύζυγό του, Κ. Μανασα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα θύω «θυσιάζω»] … Dictionary of Greek